ἀμφιτάπης — rug or carpet with pile on both sides fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιταπήτων — ἀμφιτάπης rug or carpet with pile on both sides fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιτάπητα — ἀμφιτάπης rug or carpet with pile on both sides fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιτάπητας — ἀμφιτάπης rug or carpet with pile on both sides fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιτάπητες — ἀμφιτάπης rug or carpet with pile on both sides fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CASA — Latinis tugurium et vestem, sicut Toga tectum et vestem itidem notat; ex Graeco ὁ κασῆς vel κασᾶς, tapes vel amphitapes. Hesych. κασᾶς, ἀμφιτάπης καὶ πιλωτὰ. Et Arcadius Gramm. Κασῆς τὸ πιλωτὸν ἑμάτιον περιςπᾶται. Pro chlamyde equestri etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφίταπις — ἀμφίταπις ( ιδος), η (Α) βλ. ἀμφιτάπης … Dictionary of Greek
αμφίταπος — ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) βλ. ἀμφιτάπης … Dictionary of Greek
τυλοτάπης — ητος, ὁ, Μ χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές του, ἀμφιτάπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + τάπης] … Dictionary of Greek